- εἰνοσίγαιος
- εἰνοσίγαιος = ἐννοσιγαιος.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εινοσίγαιος — ο βλ. εννοσίγαιος … Dictionary of Greek